ορεικός

ορεικός
ὀρεικός, -ή, -όν (Α)
βλ. ορικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀρεικά — ὀρεικός neut nom/voc/acc pl ὀρεικά̱ , ὀρεικός fem nom/voc/acc dual ὀρεικά̱ , ὀρεικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεικῶν — ὀρεικός fem gen pl ὀρεικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεικόν — ὀρεικός masc acc sg ὀρεικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορικός — (I) ή, ό (Α ὁρικός, ή, όν) [όρος (Ι)] νεοελλ. φρ. α) «ορική γωνία» φυσ. η ελάχιστη γωνία πρόσπτωσης μιας φωτεινής ακτίνας πάνω στη διαχωριστική επιφάνεια δύο διαφανών οπτικών μέσων, ώστε να διαθλαστεί, κινούμενη στη συνέχεια παράλληλα προς την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”